αγκαλώ — αγκάλεσα, εγκαλώ, κατηγορώ κάποιον σε μια αρχή: Τον αγκάλεσε στον εισαγγελέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγκάλῳ — ἄγκαλος armful masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)